- τριβόλισμα
- το, -ατοςτο όργωμα χωραφιού για τρίτη φορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριβόλισμα — το, Ν [τριβολίζω] το όργωμα τού αγρού για τρίτη φορά … Dictionary of Greek